Νικολό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Νικολό < (άμεσο δάνειο) ιταλική Niccolò ή Nicolò
Κύριο όνομα
Νικολό αρσενικό, άκλιτο
- ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Νικόλαος
- ↪ ο Νικολό Παγκανίνι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους βιρτουόζους του βιολιού όλων των εποχών
Ετυμολογία 2
- Νικολό, κλιτικός τύπος → δείτε το όνομα Νικολός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.