Μάορι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μάορι < από τη λέξη της γλώσσας μάορι: māori (κοινός, κανονικός)
Κύριο όνομα
Μάορι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (εθνικό όνομα) άτομο του ιθαγενούς πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας
- Μαορί (παλαιότερη προφορά)
-
Μάορι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.