Θεσσάλιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Θεσσάλιος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Θεσσάλιος αρσενικό

Αναφορές

  • Θεσσάλιος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.