Ηνωμένα Έθνη

Νέα ελληνικά (el)

Κύριο όνομα

Ηνωμένα Έθνη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • διεθνής οργανισμός - συνασπισμός μεταξύ των κρατών του κόσμου με σκοπό την συνεργασία στο Διεθνές Δίκαιο, την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική ισότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.