ΔΕΑ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Δ.Ε.Α. < από τα αρχικά των λέξεων Δόκιμος Έφεδρος Aξιωματικός
Συντομομορφή
Δ.Ε.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- ο δόκιμος έφεδρος αξιωματικός, κάποιος που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία και, ύστερα από εκπαίδευση, του ανατίθενται καθήκοντα αξιωματικού.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.