Διάδοχος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Διάδοχος < διάδοχος

Κύριο όνομα

Διάδοχος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (στον πληθυντικό) οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
    οἱ Διάδοχοι

Σημειώσεις

όνομα: γνωστότεροι οι:

  • άγιος Διάδοχος (5ος αιώνας) Επίσκοπος Φωτικής της Παλαιάς Ηπείρου[1]

Αναφορές

  1. Άγιος Διάδοχος @imkasandreias.gr πρόσβαση:2019.11.06.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.