ΑΔΜΗΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Συντομομορφή
ΑΔΜΗΕ αρσενικό ακρωνύμιο
- εταιρεία που έχει σκοπό την οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα
- ※ Σε δημόσια διαβούλευση έθεσε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας το νέο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ, που αφορά στα έτη 2020-2029, για το οποίο ο Διαχειριστής προηγουμένως είχε θέσει επίσης σε δημόσια διαβούλευση ένα προκαταρκτικό σχέδιο (Φίλιππος Παναγόπουλος, Επενδύσεις 4,7 δισ. ευρώ στο νέο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ, ypodomes.com, 26 Ιουνίου 2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.