Όσκαρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Όσκαρ < κύριο όνομα Oscar και Oskar και στην Ισλανδία Askar < ίσως από τη λέξη oskar (οσκάρ) που σήμαινε το θεϊκό δόρυ των σκανδιναβικών λαών
Κύριο όνομα
Όσκαρ αρσενικό και ουδέτερο
- ανδρικό όνομα βορείων κυρίως λαών, π.χ. Όσκαρ Ουάιλντ, ο συγγραφέας, Όσκαρ Α΄ και Όσκαρ Β΄, βασιλιάδες της Σουηδίας και Νορβηγίας κ.α.
- διοργάνωση απονομής κινηματογραφικών βραβείων στις ΗΠΑ γνωστή και ως Βραβεία Ακαδημίας ή Academy Awards, όπου η λέξη Όσκαρ αποδίδεται σε κύριο όνομα ενός συγκεκριμένου άνδρα, αλλά άγνωστο ποιού. Πολλοί γράφουν τα βραβεία με πεζό, δηλαδή "όσκαρ" και όχι "Όσκαρ"
- Απονεμήθηκαν τα Όσκαρ -Πήρε το Όσκαρ ή το όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου
- Oscar και Όσκαρ είναι το "Όμικρον" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο π.χ. στις επικοινωνίες πλοίων, στο ΝΑΤΟ κ.α. (λένε δηλαδή Όσκαρ για το "όμικρον", Σιέρα για το "σίγμα", Μπράβο για το "Μπί" κ.λπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.