üst
Τουρκικά
(tr)
Ουσιαστικό
üst
(tr)
το
επάνω
μέρος, η ανώτερη επιφάνεια, το τμήμα ενός πράγματος που είναι στραμμένο προς τον ουρανό
η
ευθύνη
(το να είναι κάποιος ο υπεύθυνος σε έναν τομέα, σε ένα σύνολο)
Σύνθετα
dizüstü
masaüstü
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.