üst

Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

üst (tr)

  1. το επάνω μέρος, η ανώτερη επιφάνεια, το τμήμα ενός πράγματος που είναι στραμμένο προς τον ουρανό
  2. η ευθύνη (το να είναι κάποιος ο υπεύθυνος σε έναν τομέα, σε ένα σύνολο)

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.