A
Διεθνείς όροι
| Άλφα λατινικό κεφαλαίο | |||||
| A | |||||
| A | decimal | ||||
| a | Unicode (U+0061) LATIN CAPITAL LETTER A | ||||
| δείτε και το ελληνικό Α κυριλλικό А |
B → | ||||

H σειρά A μεγεθών χαρτιού.
Ετυμολογία
- A < το κεφαλαίο A του λατινικού αλφαβήτου
Σύμβολο
A
- (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος: αλανίνη. Συντομογραφείται και ως Ala
- (ιατρική) το λατινικό γράμμα Α ως σύμβολα ομάδας αίματος στο σύστημα ABO
- (τυπογραφία) σύμβολο ονομασίας σειράς μεγέθους και σχήματος χαρτιού όπως ορίζεται από το ISO 216 (Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης, 216
- ↪ σειρά: A0, A1, ... A10
- (χημεία) σύμβολο του όρου: μαζικός αριθμός, από το αρχικό της γερμανικής λέξης Atomgewicht (de)[1]. Το παλαιότερο σύμβολο M (Massenzahl (de)) δεν χρησιμοποιείται[2]
- το πεζό a
Αναφορές
- Mass number (Μαζικός αριθμός) στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια. ανεύρεση:2018.08.15.
- Why atomic number is represented by Z?] (στα Αγγλικά) (Γιατί ο ατομικός αριθμός συμβολίζεται με Z;) στο socratic.org, 2016.06.29. ανεύρεση:2018.08.15.
Σημείωση: Εξηγείται ο συμβολισμός A:Atomgewicht, και M:Massenzahl.
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- A < το κεφαλαίο A του λατινικού αλφαβήτου
Σύμβολο
A κεφαλαίο (πεζό: a)
- (γράμμα) σε γραφές γλωσσών που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο
- → δείτε , κωδικούς και διεθνές σύμβολο A
Αζεριανά (az)
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- A < (κληρονομημένο) ετρουσκική , γράμμα 𐌀 < αρχαία ελληνική , γράμμα Α < φοινικική , γράμμα 𐤀 (aleph) < αρχαία αιγυπτιακή , ιερογλυφικό 𓃾
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- A < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.