zakup

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

zakup (pl) αρσενικό

  1. η αγορά (απόκτηση ενός αγαθού έναντι κάποιου τιμήματος)

Ρηματικός τύπος

zakup (pl) αρσενικό

  1. β' ενικό προστακτικής του ρήματος zakupić: αγόρασε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.