zakup
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
zakup
(pl)
αρσενικό
η
αγορά
(
απόκτηση ενός αγαθού έναντι κάποιου τιμήματος
)
Ρηματικός τύπος
zakup
(pl)
αρσενικό
β' ενικό
προστακτικής
του ρήματος
zakupić
:
αγόρασε
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.