workhouse

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- πτωχοκομείο αναγκαστικής εργασίας
- παροχή στέγης και διατροφής σε αναξιοπαθούντες-φτωχούς υπό την προϋπόθεση εργασίας τους/ότι θα εργάζονται για το ίδρυμα
- φυλακή καταναγκαστικής εργασίας μικροεγκληματιών (οι κακούργοι βαρύτατων εγκλημάτων συνήθως δεν θεωρούνται αξιόπιστοι εργάτες παλαιότερα έως σήμερα λόγω αποδράσεων, φόνων, επαναστάσεων, ομηριών)
- (μεταφορικά) μοναδική λύση, "μονόδρομος" ως επιλογή λόγω απουσίας εναλλακτικών επιλογών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.