welche

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

welche < γερμανική welsch (ξένος που δεν μιλάει μια γερμανική γλώσσα)

Σημειώσεις

Προέρχεται σίγουρα από το gaulois. Η λέξη εισήχθη στη γαλλική λογοτεχνία από τον Βολταίρο.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
welche welches

welche (fr) αρσενικό

  1. ρομανική γλώσσα που μιλιέται σε ορισμένες κοιλάδες του νομού Hautes-Vosges
  2. άτομο αυτών των κοιλάδων που μιλάει αυτή τη γλώσσα

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
welche welches

welche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με αυτή τη γλώσσα ή την περιοχή όπου μιλιέται ή ακόμα με τους ανθρώπους που την μιλούν



Γερμανικά (de)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

welche (de)

  1.  δείτε τη λέξη welcher
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.