warszawianin

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

warszawianin < Warszawa

Ουσιαστικό

warszawianin (pl) αρσενικό

  1. ο Βαρσοβιανός, ο κάτοικος της Βαρσοβίας
     συνώνυμα: warszawiak
  2. (αναφερόμενο από κατοίκο της Βαρσοβίας) μη γνήσιος Βαρσοβιανός, δεν έχει γεννηθεί ή δεν έχει μεγαλώσει στη Βαρσοβία

Συνώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη Warszawa

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.