warszawianin
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
warszawianin < Warszawa
Ουσιαστικό
warszawianin (pl) αρσενικό
- ο Βαρσοβιανός, ο κάτοικος της Βαρσοβίας
- (αναφερόμενο από κατοίκο της Βαρσοβίας) μη γνήσιος Βαρσοβιανός, δεν έχει γεννηθεί ή δεν έχει μεγαλώσει στη Βαρσοβία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.