verber
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- verber < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
verber ουδέτερο
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | verber | verberă |
| γενική | verberis | verberum |
| δοτική | verberī | verberĭbus |
| αιτιατική | verber | verberă |
| κλητική | verber | verberă |
| αφαιρετική | verbere | verberĭbus |
Σημειώσεις
Ο ενικός δε βρίσκεται συχνά, ιδίως οι πτώσεις ονομαστική, δοτική και αιτιατική ενικού δεν βρίσκονται καθόλου στα λατινικά κείμενα.
Συγγενικά
|
Εκφράσεις
- a verbis ad verbera (=απ' τα λόγια στα χτυπήματα = όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος)
- post verba verbera (=μετά τα λόγια, τα χτυπήματα = όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος)
- linquae verbera (=(κυριολεκτικά) οι μαστιγώσεις του λόγου = (μεταφορικά) οι επιπλήξεις)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.