urna
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈurna/
Ουσιαστικό
urna (pl) θηλυκό
- η κάλπη ως
- κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
- (αρχαιολογία) αγγείο το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος
- η τεφροδόχος
Εκφράσεις
- pójść do urn: πηγαίνω σε εκλογές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.