twigué

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό twigué twigués
θηλυκό twiguée twiguées

twigué (fr)

  1. (νεολογισμός) χρήστης του τουίτερ που είναι παθιασμένος με αυτό το δίκτυο σε σημείο να περνάει ώρες ατέλειωτες σε αυτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.