truly

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

truly < true + -ly

Επίρρημα

truly (en)

  1. αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη δήλωση, συναίσθημα κτλ. είναι ειλικρινής και αληθινή
    She truly loves him.
    Τον αγαπάει αληθινά.
    He truly cried.
    Έκλαψε αληθινά.
  2. αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια συγκεκριμένη ιδιότητα
    He is a truly honest man.
    Είναι αληθινά τίμιος άνθρωπος.
  3. αληθώς, αληθινά, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι μια συγκεκριμένη περιγραφή είναι ακριβής ή σωστή
    -“Christ is risen!” -“Truly He is risen!”
    Χριστός ανέστη!» -«Αληθώς ανέστη!»
    He truly behaved like a gentleman.
    Φέρθηκε αληθινά σαν κύριος.
    Did you truly see him stealing?
    Τον είδες αληθινά να κλέβει;

Συνώνυμα

  •  δείτε τη λέξη actually

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.