tri
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
tri
(fr)
αρσενικό
η
διαλογή
,
η
διανομή
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
tri
<
λατινική
tres
,
ιταλική
tre
,
σουηδική
tre
,
ελληνική
τρία
...
Αριθμητικό
tri
(eo)
τρία
Ίντο
(io)
Αριθμητικό
tri
(io)
τρία
Ουαλικά
(cy)
Αριθμητικό
tri
(cy)
τρία
Σερβικά
(sr)
Προφορά
ⓘ
Αριθμητικό
tri
(sr)
λατινική γραφή του
три
Σερβοκροατικά
(sh)
Αριθμητικό
tri
(sh)
τρία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.