tri

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

tri (fr) αρσενικό

  1. η διαλογή,
  2. η διανομή

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

tri < λατινική tres, ιταλική tre, σουηδική tre, ελληνική τρία...

Αριθμητικό

tri (eo)



Ίντο (io)

Αριθμητικό

tri (io)



Ουαλικά (cy)

Αριθμητικό

tri (cy)



Σερβικά (sr)

Προφορά

 

Αριθμητικό

tri (sr)

  • λατινική γραφή του три



Σερβοκροατικά (sh)

Αριθμητικό

tri (sh)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.