transposition
Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
transposition (en)
- (μαθηματικά) η αντιμετάθεση
- (υπερώνυμο: permutation: μετάθεση)
- (μουσική) η τονική μεταφορά (η συνολική τονική μελωδική μετατόπιση χωρίς διατάραξη των διαστημάτων μέσα στη σύνθεση/διαστηματικών σχέσεων)
- (υπερώνυμο: modulation, μετατροπία·
- δεν είναι η diatonic modulation, διατονική μετατροπία, τονική μεταφορά και διατάραξη των διαστημάτων μέσα στη σύνθεση ώστε να πατούν στην αρχική κλίμακα)
Συναφείς όροι
- chromatic modulation (συνήθως ως συνώνυμο, αλλά όχι πάντα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.