transposition

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

transposition (en)

  1. (μαθηματικά) η αντιμετάθεση
    • (υπερώνυμο: permutation: μετάθεση)
  2. (μουσική) η τονική μεταφορά (η συνολική τονική μελωδική μετατόπιση χωρίς διατάραξη των διαστημάτων μέσα στη σύνθεση/διαστηματικών σχέσεων)
    (υπερώνυμο: modulation, μετατροπία·
    δεν είναι η diatonic modulation, διατονική μετατροπία, τονική μεταφορά και διατάραξη των διαστημάτων μέσα στη σύνθεση ώστε να πατούν στην αρχική κλίμακα)

Συναφείς όροι

  • chromatic modulation (συνήθως ως συνώνυμο, αλλά όχι πάντα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.