translingual
Αγγλικά (en)
Επίθετο
translingual (en)
- (γλωσσολογία) διαγλωσσικός
- (για φράση) που περιέχει λέξεις από πολλές γλώσσες
- (γενικότερα) που αφορά ή σχετίζεται με πολλές γλώσσες
- (ιατρική) που υπάρχει ή συμβαίνει σε όλο το όργανο της γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.