torchis
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| torchis | torchis |
Ουσιαστικό
torchis (fr) αρσενικό
- μείγμα από αργιλώδη λάσπη και άχυρο που χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία για να συμπληρώσει το κενό ανάμεσα σε δύο σανιδώματα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.