topologia

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

topologia (it) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η τοπολογία



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

topologia (pl) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) η τοπολογία

Πολυλεκτικοί όροι



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

topologia (fi)

  1. (μαθηματικά) η τοπολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.