tempel
Αφρικάανς
(af)
Ουσιαστικό
tempel
(af)
(
θρησκεία
)
ναός
Δανικά
(da)
Ουσιαστικό
tempel
(da)
(
θρησκεία
)
ναός
Νορβηγικά
(no)
Ουσιαστικό
tempel
(no)
(
θρησκεία
)
ναός
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
tempel
(nl)
(
θρησκεία
)
ναός
Σουηδικά
(sv)
Ουσιαστικό
tempel
(sv)
(
θρησκεία
)
ναός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.