teens

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

teens (en) (μόνο πληθυντικός)

  • η εφηβεία, τα χρόνια της ζωής ενός ατόμου όταν είναι μεταξύ 13 και 19 ετών
    She is still in her teens.
    Είναι ακόμα στην εφηβεία της.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.