smak
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /smak/
- ⓘ
Ουσιαστικό
smak (pl) αρσενικό
- η γεύση ως:
- μία από τις πέντε αισθήσεις
- η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- (μεταφορικά) η ευχάριστη ή δυσάρεστη εντύπωση που αφήνει κάτι που ζούμε
Συγγενικά
- smaczny
- smakosz
- smakować
- smakowity
- smakowy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.