silo
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
silo (en)
- το σιλό, πύργος αποθήκευσης στερεών υλικών (δημητριακών, χαλικιών κτλ.)
- πύργος αποθήκευσης χύμα υλικού σε μεγάλο υπερυψωμένο κυλινδρικό δοχείο που είναι στερεωμένο σε κολόνες και έχει ως πάτο χωνί (κωνική χοάνη με στόμιο στο κάτω μέρος) ώστε να χύνεται το υλικό σε αυτοκίνητο μεταφοράς όταν ανοίγει το στόμιο (όμως οι λεπτομέρειες διαφέρουν ανά σιλό)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.lo/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.