shell script

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

shell script < shell script

Πολυλεκτικός όρος

shell script (en)

  • (πληροφορική) εκτελέσιμο αρχείο κειμένου με εντολές που εκτελούνται διαδοχικά (όπως θα τις εκτελούσε χρήστης), από το κέλυφος (shell command) ή από κάποιο άλλο πρόγραμμα κατάλληλο για την εκτέλεση των συγκεκριμένων εντολών
    Δείτε τη διαφορά από το batch file

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.