sciroccato
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- sciroccato < scirocco
Ουσιαστικό
| ενικός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | sciroccato | sciroccati |
| θηλυκό | sciroccata | sciroccate |
sciroccato (it)
- Αναφέρεται σε ένα άτομο με μια στάση παρόμοια με τη σύγχυση ή ζάλη, η οποία μπορεί να προκληθεί από τον ζεστό αέρα scirocco
- (μεταφορικά) ονειροπόλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.