sciroccato

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

sciroccato < scirocco

Ουσιαστικό

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό sciroccato sciroccati
θηλυκό sciroccata sciroccate

sciroccato (it)

  1. Αναφέρεται σε ένα άτομο με μια στάση παρόμοια με τη σύγχυση ή ζάλη, η οποία μπορεί να προκληθεί από τον ζεστό αέρα scirocco
  2. (μεταφορικά) ονειροπόλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.