sauteur

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sauteur sauteurs
θηλυκό sauteuse sauteuses

sauteur (fr)

  1. ακροβάτης, άνθρωπος που κάνει ριψοκίνδυνα άλματα
  2. (αθλητισμός) αθλητής
  3. (συνήθως στο αρσενικό, πιο σπάνια στο θηλυκό) άνθρωπος που υπόσχεται πολλά αλλά δεν κρατά το λόγο του
  4. sauteur: άλογο εκπαιδευμένο για το άλμα
  5. sauteuse: « εύκολη » γυναίκα


Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sauteur sauteurs
θηλυκό sauteuse sauteuses

sauteur (fr)

  1. που προχωρά κάνοντας πηδήματα

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.