słuchać
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈswuxaʨ̑/
- ⓘ
Σημειώσεις
- το słuchać χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του ακούω κάτι ή κάποιον προσέχοντας (και την έννοια του υπακούω) ενώ το słyszeć με την έννοια ότι κάτι ακούγεται γενικά
- słyszałem/am, że byłeś/aś na wakacjach na Krecie - άκουσα πως πήγες διακοπές στην Κρήτη
- nie mam ochoty słuchać tych bredni - δεν έχω όρεξη να ακούω αυτές τις βλακείες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.