rusticle

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
rusticle rusticles

Ετυμολογία

rusticle < συμφυρμός των rust + icicle. Η λέξη επινοήθηκε από τον ωκεανογράφο Ρόμπερτ Μπάλαρντ (Robert Ballard), ο οποίος ανακάλυψε το ναυάγιο του Τιτανικού το 1985, σε βάθος 3.800 μέτρων, στον Ατλαντικό Ωκεανό.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɹʌstɪkl̩/

Ουσιαστικό

rusticle (en)

  • rusticle στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
rusticle rusticles

Ετυμολογία

rusticle < (άμεσο δάνειο) αγγλική rusticle

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁys.tikl/

Ουσιαστικό

rusticle (fr) αρσενικό

  • rusticle στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.