reviewer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

reviewer (en)

  • αυτός που κάνει μία κριτική επισκόπηση
  • (επιστήμες) ο αξιολογητής ακαδημαϊκών εργασιών, συνήθως για δημοσίευση ή παρουσίαση σε συνέδρια

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • Στον ακαδημαϊκό χώρο η λέξη αναφέρεται στον ειδικό που αξιολογεί εργασίες πριν αυτές δημοσιευτούν και ο σκοπός της αξιολόγησης είναι προκειμένου να προτείνει ή όχι την δημοσίευσή τους. Εκτός του ακαδημαϊκού χώρου η λέξη αναφέρεται συνήθως στον ειδικό που κάνει μία κριτική επισκόπηση π.χ. ενός βιβλίου, μετά από την δημοσίευσή του.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.