reprieve

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

reprieve (en)

  1. η αναστολή εκτέλεσης μιας ποινής, ιδιαίτερα της θανατικής
  2. η παροδική ανακούφιση από τον πόνο

Ρήμα

reprieve (en)

  1. αναστέλλω την εκτέλεση μιας ποινής
  2. ανακουφίζω παροδικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.