real-time
Αγγλικά (en)
Επίθετο
real-time (en)
- που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο
- που συμβαίνει ακριβώς τώρα ή που αφορά δράση συσχετισμένη/σύγχρονη/συγχρονισμένη με άλλη αλλά και με το παρόν
- real-time display: απεικόνιση στον παρόντα χρόνο χωρίς χρονοκαθυστέρηση (κάποιες φορές υπάρχει καθυστέρηση λίγων millisecond)
Πολυλεκτικοί όροι
- (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.