real-time

Αγγλικά (en)

Επίθετο

real-time (en)

  1. που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο
    • που συμβαίνει ακριβώς τώρα ή που αφορά δράση συσχετισμένη/σύγχρονη/συγχρονισμένη με άλλη αλλά και με το παρόν
    • real-time display: απεικόνιση στον παρόντα χρόνο χωρίς χρονοκαθυστέρηση (κάποιες φορές υπάρχει καθυστέρηση λίγων millisecond)

Πολυλεκτικοί όροι

  • (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.