rather

Αγγλικά (en)

Επίρρημα

rather (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μάλλον, χρησιμοποιείται για να σημαίνει «αρκετά» ή «σε κάποιο βαθμό»
    He’s rather better today.
    Είναι μάλλον καλύτερα σήμερα.
    The weather was rather cold.
    Ο καιρός ήταν μάλλον κρύος.
    He is slim and rather tall.
    Είναι λεπτός και μάλλον ψηλός.
    The prices are rather steep.
    Οι τιμές ήταν μάλλον τσουχτερές.
    It is rather late.
    Είναι μάλλον αργά.
  2. μάλλον, χρησιμοποιείται για να διορθώσει κάτι που είπα ή για να δώσω πιο ακριβείς πληροφορίες
    I will call you, or rather, I will write you.
    Θα σου τηλεφωνήσω ή μάλλον θα σου γράψω.
    I will fill out the application tomorrow, or rather, right now.
    Θα συμπληρώσω την αίτηση αύριο ή μάλλον τώρα αμέσως.
    Call me at five, or rather, at seven.
    Τηλεφώνησέ μου στις πέντε ή μάλλον καλύτερα στις εφτά.

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.