psychopathic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

psychopathic (en)

  1. ψυχοπαθής, που υποφέρει από ψυχική διαταραχή, ή που λόγω ψυχικών διαταραχών ενεργεί με ειδικά βίαιο ή/και αντικοινωνικό τρόπο
  2. που συσχετίζεται με την ψυχοπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.