proprietary

Αγγλικά (en)

Επίθετο

  1. ιδιοκτησιακός
  2. κατοχυρωμένο προϊόν (ή υπηρεσία)
  3. (κατ' επέκταση) συσκευή συμβατή μόνο με προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας
    περιορισμένης συμβατότητας (σχεδόν πάντα έχει αρνητική σημασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.