proprietary

Αγγλικά (en)

Επίθετο
- ιδιοκτησιακός
- κατοχυρωμένο προϊόν (ή υπηρεσία)
- (κατ' επέκταση) συσκευή συμβατή μόνο με προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας
- περιορισμένης συμβατότητας (σχεδόν πάντα έχει αρνητική σημασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.