porch

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

porch (en)

  • ελαφρώς υπερυψωμένη βεράντα εισόδου, ισογείως προσβάσιμη με σκάλες (λίγα σκαλοπάτια)
    υπερισόγεια βεράντα (αλλά όχι ορόφου), υπερισόγεια βεράντα εισόδου


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.