pochette
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- pochette < poche
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| pochette | pochettes |
pochette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μικρό βιολί
- (παρωχημένο) μιρκή τσέπη
- μαντιλάκι που το βάζουμε στην τσέπη του πέτου σαν διακόσμηση, ποσέτ
- μικρή τσάντα χωρίς χερούλι
- (είδη γραφείου) η ζελατίνα
- λεπτή κασετίνα μαθητή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.