part-time

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

part-time < part + time

Επίθετο

part-time (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μερικός, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
    a part-time job - μερική απασχόληση

Επίρρημα

part-time (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μερικώς, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
    I am employed part-time.
    Απασχολούμαι μερικώς.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.