overwhelmed

Αγγλικά (en)

Επίθετο
overwhelmed (en)
- είμαι υπερφορτισμένος, είμαι καταβεβλημένος, με γάμησε η κατάσταση, με γάμησαν στην δουλειά, έχω φτάσει στο αμήν/τα όριά μου, τα 'φτυσα, τα 'παιξα, τα έχω παίξει, σαστισμένος και καταβεβλημένος (ταυτόχρονα), κυριευμένος από πεποίθηση αδυναμίας αντιμετώπισης των συνθηκών, μεταφορικά: πνιγμένος σ' ένα χάος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.