oreillon
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
oreillon
oreillons
Ουσιαστικό
oreillon
(fr)
αρσενικό
κινητό μέρος του
κράνους
που προστάτευε το
αφτί
και το
μάγουλο
το μισό ενός
βερίκοκου
στο οποίο έχει αφαιρεθεί το
κουκούτσι
oreillons
orillon
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.