oni

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

oni < γαλλική on

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ni/

Αντωνυμία

πτώση ενικός
ονομαστική oni
αιτιατική onin

oni (eo)

  • αόριστη προσωπική αντωνυμία, χρησιμοποιείται με την έννοια: «οι άλλοι», «ο κόσμος», «κανείς», όπως το «on», στα γαλλικά ή το «man» στα γερμανικά
    oni diras ke... - λένε ότι...
    oni povas iri per trajno - μπορεί κανείς να πάει με τρένο



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Αντωνυμία

oni (pl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.