notary public

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

notary public (en)

  • συμβολαιογράφος ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορες χώρες και υπάρχει μεγάλη ποικιλία τόσο ως προς τις νομικές αρμοδιότητες όσο και προς τη διαδικασία για να γίνει κάποιος notary public

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.