nee

Αγγλικά (en)

Επίρρημα

nee (en)

  • χρησιμοποιείται για να δείξει το όνομα το οποίο είχε όταν γεννήθηκε κάποιος· το πατρικό επώνυμο ή το αρχικό όνομα που του είχε δοθεί αν το έχει αλλάξει



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Επίρρημα

nee (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.