multitasker
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- multitasker < multitask + -er
Επίθετο
multitasker (en)
- αυτός που εκτελεί πολλές εργασίες ταυτόχρονα[1]
- (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής που λειτουργεί με πολυδιεργασία (multitasking)
Συγγενικά
- multitask
- multitasking
Αναφορές
- πολυδιεργασία. Προσπέλαση 2020-05-03
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.