mucilage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- mucilage < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mucilage | mucilages |
mucilage (fr) αρσενικό
- φυτική ουσία που, όταν βρέχεται, αποκτά μεγάλο όγκο· χρησιμοποιείται στη φαρμακολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.