milord

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
milord milords

Ετυμολογία

milord <
  1. για τη σημασία «άγγλος αριστοκράτης» < (άμεσο δάνειο) γαλλική milord < αγγλική my Lord,  δείτε τις λέξεις my και lord
  2. για τη γραφή του < παραλλαγή από την αγγλική m'lord, παραφθορά του my Lord

Προφορά

ΔΦΑ : /mɪˈlɔːd/

Ουσιαστικό

milord (en)

  • μιλόρδος, με τις συγκεκριμένες, ακόλουθες σημασίες:
    1. (παρωχημένο, χιουμοριστικό) Άγγλος αριστοκράτη, ιδίως περιηγητής που ταξιδεύει ανά την Ευρώπη, ή πλούσιος Βρετανός
        […] to account for the queer habits of the Milords —meaning here not genuine British lords on the grand tour, like Byron but merely the presumably wealthy strangers who paid […]
      λείπει η μετάφραση
      A.R. Burn, The Modern Greeks / Οι νεώτεροι Έλληνες, δίγλωσση έκδοση· ελληνική μετάφραση: Α.Φ. Χαλάς (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Α.Φ. Χαλά, 1946), σ. 82. Για την ελληνική απόδοση, βλ. στο λήμμα μιλόρδος.
    2. (παρωχημένη μορφή) άλλη μορφή του m'lord

  • milady
  • milord στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
milord milords

Ετυμολογία

milord < (άμεσο δάνειο) αγγλική milord

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.lɔʁ/

Ουσιαστικό

milord (fr) αρσενικό

  1. μιλόρδος, με τις συγκεκριμένες, ακόλουθες σημασίες (θηλυκό milady):
    1. (παρωχημένο, οικείο) Βρετανός λόρδος
    2. (κατ’ επέκταση, λαϊκότροπο) πλούσιος ή σπουδαίος ΆγγλοςΑμερικανός)
  2. (παρωχημένο) τύπος ιππήλατης άμαξας

  • millourt (πρώιμη)
  • mylord (παρωχημένη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.