milord
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| milord | milords |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /mɪˈlɔːd/
Ουσιαστικό
milord (en)
- μιλόρδος, με τις συγκεκριμένες, ακόλουθες σημασίες:
- (παρωχημένο, χιουμοριστικό) Άγγλος αριστοκράτη, ιδίως περιηγητής που ταξιδεύει ανά την Ευρώπη, ή πλούσιος Βρετανός
- (παρωχημένη μορφή) άλλη μορφή του m'lord
- milady
-
milord στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- milord - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- milord - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- milord - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| milord | milords |
Ετυμολογία
- milord < (άμεσο δάνειο) αγγλική milord
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.lɔʁ/
Ουσιαστικό
milord (fr) αρσενικό
- μιλόρδος, με τις συγκεκριμένες, ακόλουθες σημασίες (θηλυκό milady):
- (παρωχημένο, οικείο) Βρετανός λόρδος
- (κατ’ επέκταση, λαϊκότροπο) πλούσιος ή σπουδαίος Άγγλος (ή Αμερικανός)
- (παρωχημένο) τύπος ιππήλατης άμαξας
- millourt (πρώιμη)
- mylord (παρωχημένη)
-
Milord στη γαλλική Βικιπαίδεια
, τραγούδι του 1959, μεγάλη επιτυχία της Εντίτ Πιάφ (μουσική: Ζωρζ Μουστακί, στίχοι: Μαργκερίτ Μοννό)
Πηγές
- milord - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- Claude Augé (επιμ.) Nouveau Petit Larousse illustré. Dictionnaire encyclopedique, 95η έκδοση (Παρίσι, Librairie Larousse, 1929), σ. 655.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.