mercantilism

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  • μερκαντιλισμός, κρατική ρύθμιση τιμών εμπόριου προϊόντων ξένων χωρών και αποικιών με σκοπό το μητροπολιτικό όφελος - ευημερία

Σημειώσεις

  • κύριο όνομα με κεφαλαίο "M" ως οικονομική θεωρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.